πραγματογραφώ

πραγματογραφώ
-έω Α
περιγράφω κάτι στην καθομιλουμένη ή λογοτεχνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. μυθο-γραφώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”